Order of the Court of First Instance (Fourth Chamber) of 16 May 1994.
Dimitrios Stagakis v European Parliament.
T-37/93 • 61993TO0037(01) • ECLI:EU:T:1994:51
- 20 Inbound citations:
- •
- 4 Cited paragraphs:
- •
- 2 Outbound citations:
ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 16ης Μαΐου 1994 ( *1 )
«Προδήλως απαράδεκτη προσφυγή»
Στην υπόθεση Τ-37/93,
Δημήτριος Σταγάκης, κάτοικος Ρεθύμνου (Ελλάδα), εκπροσωπούμενος από τον Γεώργιο Κάρταλη, δικηγόρο Ρεθύμνου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο την Ισμήνη Σεϊτάνη, 42, rue des Glacis,
προσφεύγων,
κατά
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπουμένου από τον Manfred Peter, προϊστάμενο της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Γιάννη Παντάλη, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο τον Manfred Peter, της Γενικής Γραμματείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Kirchberg,
καΟού,
που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού PE/149/LA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς πρόσληψη μεταφραστών ελληνικής γλώσσας, λόγω της παράτυπης διεξαγωγής των εξετάσεων,
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους C Ρ. Briët, Πρόεδρο, Α. Saggio και Η. Kirschner, δικαστές,
γραμματέας: Η. Jung
εκδίδει την ακόλουθη
Διάταξη
1Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Μαΐου 1994, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή με την οποία αμφισβητεί το κύρος των εργασιών του διαγωνισμού PE/149/LA, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: Κοινοβούλιο) προς πρόσληψη μεταφραστών ελληνικής γλώσσας (ΕΕ έκδοση στα ελληνικά 1990, C 290, σ. 12), με την αιτιολογία ότι κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού αυτού σημειώθηκαν σοβαρές παρατυπίες.
2Ο προσφεύγων έγινε δεκτός να μετάσχει στις υποχρεωτικές γραπτές δοκιμασίες του εν λόγω διαγωνισμού, οι οποίες διεξήχθησαν στις 3 και τις 4 Δεκεμβρίου 1991. Με από 26 Μαίου 1992 έγγραφό του ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι απέτυχε στις ως άνω εξετάσεις και ότι αποκλείστηκε από τη περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού. Δεν αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων έλαβε το έγγραφο αυτό στις 6 Ιουνίου 1992.
3Πρέπει να υπομνησθεί ότι με ένα πρώτο δικόγραφο, απευθυνθέν προς τη Γραμματεία του Δικαστηρίου και παραληφθέν στις 9 Νοεμβρίου 1992, ο προσφεύγων άσκησε μία πρώτη προσφυγή ζητώντας την ακύρωση του πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού PE/149/LA. Με Διάταξη της 8ης Φεβρουαρίου 1993 ( Τ-101/92, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-63 ) το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) απέρριψε την προσφυγή αυτή ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως του αποδεικτικού νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου. Η Διάταξη απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.
4Στο πλαίσιο αυτής της πρώτης διαδικασίας, ο προσφεύγων υπέβαλε στις 4 Ιανουαρίου 1993 διορθωτικό της προσφυγής υπό τον τίτλο «ενδικοφανής προσφυγή».
5Με την παρούσα προσφυγή ο προσφεύγων ζητεί στην ουσία από το Πρωτοδικείο:
—
να ακυρώσει τον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού PE/149/LA, καθώς και όλες τις διοικητικές πράξεις και παραλείψεις που ακολούθησαν την προκήρυξη του διαγωνισμού, καθόσον αφορούν την κατάρτιση του πίνακα αυτού'
—
να ακυρώσει την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε σιωπηρώς η «ενδικοφανής προσφυγή της 22ας Δεκεμβρίου 1992», περί ακυρώσεως του προαναφερθέντος πίνακα'
—
να ακυρώσει τις εργασίες του διαγωνισμού, καθόσον αφορούν την κατάρτιση του πίνακα αυτού'
—
να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να τον προσλάβει ως υπεράριθμο, ως εάν είχε επιτύχει στον προσβαλλόμενο διαγωνισμό.
6Με το εισαγωγικό της προσφυγής δικόγραφο, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι σημειώθηκαν διάφορες παρατυπίες κατά τη διεξαγωγή των γραπτών εξετάσεων του επίδικου διαγωνισμού οι οποίες τον κατέστησαν παράνομο, οπότε ο μετά το πέρας του διαγωνισμού καταρτισθείς πίνακας επιτυχόντων είναι επίσης παράνομος και άκυρος. Συναφώς, ο προσφεύγων επικαλείται παραβίαση των αρχών της νομιμότητας, της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των υποψηφίων. Με τις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως απαραδέκτου, την οποία προέβαλε το Κοινοβούλιο, προσθέτει και διαφόρους άλλους λόγους, βασιζομένους σε παράβαση ουσιώδους τύπου, σε έλλειψη λεπτομερούς αιτιολογίας, σε παράβαση ουσιαστικού κανόνα και σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.
7Υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η προθεσμία προς άσκηση προσφυγής αρχίζει από της γνώσεως, εκ μέρους του ενδιαφερομένου, του πίνακα επιτυχόντων, της οποίας μέχρι σήμερα δεν έχει λάβει σχετικά γνώση, δεδομένου ότι ο εν λόγω πίνακας δεν του έχει ακόμα γνωστοποιηθεί. Στο πλαίσιο της αλληλουχίας αυτής, ο προσφεύγων διατείνεται ότι: «και αν ακόμα δεχθούμε ότι η τρίμηνη προθεσμία αρχίζει νωρίτερα, δηλαδή (...) από τη γνώση την οποία έλαβα για την αποτυχία μου από τα αρμόδια όργανα του ειρημένου διαγωνισμού [γνώση που περιήλθε σε μένα με θετική τους ενέργεια την 6η Ιουνίου 1992, με απλό γράμμα (...) που κάλλιστα μπορούσα να αποκρύψω ότι το έλαβα, αλλά δεν το κάνω], εγώ έπρεπε να περιμένω να μου κοινοποιηθεί ο πίνακας κατατάξεων [επιτυχόντων] ως εκτελεστή πράξη της διοικήσεως για να μπορέσω να τον προσβάλλω» (τέταρτη σελίδα του δικογράφου της προσφυγής).
8Τέλος, ο προσφεύγων παρατηρεί ότι υπέβαλε στις 22 Δεκεμβρίου 1992«ενδικοφανή προσφυγή» κατά του πίνακα επιτυχόντων του προαναφερθέντος διαγωνισμού, καθώς και όλων των διοικητικών πράξεων και παραλείψεων που ακολούθησαν την προκήρυξη του διαγωνισμού. Τρεις μήνες πέρασαν από την κατάθεση της εν λόγω προσφυγής, στην οποία δεν δόθηκε καμία απάντηση από την «επιτροπή ενδικοφανών προσφυγών για διαγωνισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου».
9Με Διάταξη της 30ης Σεπτεμβρίου 1993, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) απέρριψε την αίτηση παροχής του ευεργετήματος της πενίας που υπέβαλε ο προσφεύγων.
10Με υπόμνημα της 24ης Σεπτεμβρίου 1993, το Κοινοβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ζητώντας από το Πρωτοδικείο να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων συμφώνως προς τις εφαρμοστέες διατάξεις. Προς στήριξη της ενστάσεως του το Κοινοβούλιο διατείνεται ότι τόσο η ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή όσο και η «ενδικοφανής προσφυγή» πρέπει να θωρηθούν ως εκπρόθεσμες, λόγω παρελεύσεως, αφενός, της προβλεπόμενης στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) προθεσμίας, όσον αφορά την διοικητική ένσταση, και, αφετέρου, της προβλεπόμενης στο άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ προθεσμίας, σχετικά με την ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή. Εξάλλου, η «ενδικοφανής προσφυγή» ουδέποτε περιήλθε στις αρμόδιες υπηρεσίες του Κοινοβουλίου.
11Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η εξεταστική επιτροπή του επιμάχου διαγωνισμού αποφάσισε στις 26 Μαΐου 1992 να αποκλείσει τον προσφεύγοντα από τις υπόλοιπες δοκιμασίες του επιδίκου διαγωνισμού. Η απόφαση αυτή γνωστοποιήθηκε στον προσφεύγοντα, όπως ο ίδιος αναφέρει με το δικόγραφο της προσφυγής του, στις 6 Ιουνίου 1992. Το γεγονός ότι η σχετική γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε ταχυδρομικώς με απλό γράμμα δεν επηρεάζει καθόλου τους ισχύοντες κανόνες περί υπολογισμού των προθεσμιών, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, δεν είναι αναγκαία η απόδειξη της ημερομηνίας κατά την οποία ο αποδέκτης έλαβε γνώση. Κατά το Κοινοβούλιο, η 6η Ιουνίου 1992 πρέπει να θεωρηθεί ως ημερομηνία ενάρξεως της προβλεπόμενης από τον ΚΥΚ τρίμηνης προθεσμίας, η οποία έληξε στις6 Σεπτεμβρίου 1992 χωρίς ο προσφεύγων να υποβάλει ένσταση ή να ασκήσει προσφυγή.
12Με τις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως απαραδέκτου, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι απέστειλε την «ενδικοφανή προσφυγή» του «πριν από τις 6 Νοεμβρίου 1992». Δεδομένου ότι το χρονικό διάστημα από 15 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου αντιστοιχεί στις δικαστικές διακοπές του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου και ότι, κατά το ελληνικό δίκαιο, οι προθεσμίες αναστέλλονται κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, έπεται ότι η εν λόγω προσφυγή δεν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι η ελληνική δημόσια διοίκηση επιδεικνύει εχθρική στάση έναντι αυτού, όπως αποδεικνύεται σαφώς από την απώλεια του δικογράφου της εν λόγω προσφυγής, το οποίο υποβλήθηκε μέσω των ελληνικών ταχυδρομείων στην «επιτροπή ενδικοφανών προσφυγών». Συνεπώς, αν το Πρωτοδικείο κρίνει ότι έγινε ελαφρά υπέρβαση των σχετικών προθεσμιών, η εν λόγω υπέρβαση οφείλεται αποκλειστικά σε πλημμέλεια την οποία επέδειξαν τα ελληνικά ταχυδρομεία, γεγονός το οποίο ο προσφεύγων ουδόλως μπορούσε να επηρεάσει, το οποίο δεν είχε τη δυνατότητα να αποφύγει και το οποίο, επομένως, συνιστά περίπτωση ανωτέρας βίας.
13Στη συνέχεια ο προσφεύγων διατείνεται ότι το Πρωτοδικείο, με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1993, με την οποία απέρριψε την αίτηση παροχής του ευεργετήματος της πενίας, δέχθηκε το παραδεκτό της κύριας προσφυγής, δεδομένου ότι αυτή η παρεμπίπτουσα αίτηση απερρίφθη με την αιτιολογία ότι ήταν αβάσιμη. Όμως, δεν είναι δυνατό να κριθεί βάσιμη μια παρεμπίπτουσα αίτηση, πράγμα το οποίο προκύπτει από το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε επί της βασιμότητάς της, και να κριθεί απαράδεκτη η κύρια προσφυγή.
14Τέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το έγγραφο από το οποίο πληροφορήθηκε τον αποκλεισμό του από τις υπόλοιπες δοκιμασίες του επίδικου διαγωνισμού δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, δυνάμενη να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής. Ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού, ο οποίος υπογράφει το έγγραφο αυτό, δεν είχε νομίμως εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπεί το Κοινοβούλιο.
15Δυνάμει του άρθρο 114, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, η διαδικασία επί της ενστάσεως απαράδεκτου είναι προφορική, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) κρίνει ότι διαθέτει αρκετά στοιχεία περί της υπό κρίση υποθέσεως και ότι δεν υπάρχει λόγος για προφορική διαδικασία.
16Διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι ο προσφεύγων, αν και δεν είναι υπάλληλος κοινοτικού οργάνου, νομιμοποιείται προς άσκηση της παρούσας προσφυγής δυνάμει του άρθρου 179 της Συνθήκης ΕΚ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ. Πράγματι, ζητεί, ως υποψήφιος εξωτερικού διαγωνισμού από τον οποίο αποκλείστηκε, να προσληφθεί ως υπάλληλος, οπότε είναι, συμφώνως προς το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, «πρόσωπο που αφορά ο ΚΥΚ» (βλ. παραδείγματος χάρη τη Διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Δεκεμβρίου 1991, Τ-60/91, C κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II-1395, σκέψη 12 ).
17Εντούτοις, κατά πάγια επίσης νομολογία οι καθοριζόμενες στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ προϋποθέσεις του παραδεκτού των προσφυγών είναι δημοσίας τάξεως και, συνεπώς, ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να τις εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. παραδείγματος χάρη τη Διάταξη του Πρωτοδικείου της 11ης Μαίου 1992, Τ-34/91, Whitehead κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-1723 , σκέψεις 18 και 19, και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Δεκεμβρίου 1990, Τ-130/89, Β. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II-761 ). Επομένως, όσον αφορά τις εργασίες των διαγωνισμών, οι βλαπτικές για τους υποψηφίους πράξεις πρέπει να προσβάλλονται εντός τριών μηνών, όπως ορίζεται από το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, για την περίπτωση ασκήσεως προσφυγής εκ μέρους των ενδιαφερομένων, και από το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, για την περίπτωση υποβολής προηγουμένως σχετικής ενστάσεως.
18Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει, ότι λόγω της ανεπαρκούς βαθμολογίας που έλαβε στις υποχρεωτικές γραπτές δοκιμασίες του επίδικου διαγωνισμού, ο προσφεύγων αποκλείστηκε από τις επόμενες δοκιμασίες του διαγωνισμού με απόφαση της εξεταστικής επιτροπής. Η εν λόγω απόφαση επηρέασε άμεσα και ευθέως τη νομική του κατάσταση, καθόσον με αυτήν αποκλείστηκε οριστικά από τις μεταγενέστερες εργασίες του διαγωνισμού, οπότε καμία από τις μετέπειτα ληφθείσες αποφάσεις στο πλαίσιο του εν λόγω διαγωνισμού,'περιλαμβανομένης της καταρτίσεως του πίνακα επιτυχόντων, δεν μπορούσε πλέον να επηρεάσει τα συμφέροντά του. Κατά συνέπεια, η απόφαση με την οποία η εξεταστική επιτροπή απέκλεισε τον προσφεύγοντα από τις υπόλοιπες εργασίες του διαγωνισμού αποτελεί τη μόνη βλαπτική ως προς αυτόν πράξη.
19Το γεγονός ότι η απόφαση αυτή γνωστοποιήθηκε στον προσφεύγοντα με ταχυδρομικώς αποσταλέν έγγραφο του προέδρου της εξεταστικής επιτροπής δεν αίρει τον χαρακτήρα της ως βλαπτικής πράξεως. Πράγματι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, ο πρόεδρος είχε αρμοδιότητα υπογραφής και αποστολής του εγγράφου αυτού, δεδομένου, αφενός, ότι η βάσει του άρθρου 30, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ αρμοδιότητα της εξεταστικής επιτροπής προς κατάρτιση του πίνακα των υποψηφίων που επέτυχαν στις δοκιμασίες διαγωνισμού περιλαμβάνει οπωσδήποτε την αρμοδιότητα καταρτίσεως του πίνακα των υποψηφίων που αποκλείονται από τον διαγωνισμό και, αφετέρου ότι η πληροφόρηση των υποψηφίων περί της επιτυχίας ή της αποτυχίας τους στις δοκιμασίες στις οποίες έλαβαν μέρος αποτελεί απλό μέτρο τρέχουσας διαχειρίσεως, το οποίο έχει αρμοδιότητα να λάβει ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής.
20Κατά πάγια νομολογία, όταν παρέλαβε την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα είτε να την προσβάλει αμέσως, ασκώντας προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου, είτε να υποβάλει κατ' αυτής ένσταση, ασκώντας ενδεχομένως στη συνέχεια προσφυγή. Ασφαλώς, επειδή πριν από την πρώτη προσφυγή (Τ-101/92) δεν είχε υποβληθεί ένσταση κατά της βλαπτικής πράξεως, η ως άνω δυνατότητα επιλογής του προσφεύγοντος απωλέσΟη ωστόσο δεν χρειάζεται να δοθεί εν προκειμένω απάντηση στο ζήτημα αυτό, δεδομένου ότι εν πάση περιπτώσει δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ προθεσμίες.
21Πράγματι, στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι η παρούσα προσφυγή, της οποίας το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο κατατέθηκε στις 27 Μαίου 1993, ασκήθηκε αμέσως, χωρίς προηγούμενη υποβολή ενστάσεως, κατά της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής, της οποίας ο προσφεύγων αποδέχεται ότι έλαβε γνώση στις 6 Μαΐου 1992, είναι πρόδηλον ότι η προσφυγή αυτή είναι εκπρόθεσμη.
22Στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι της προσφυγής προηγήθηκε η υποβολή ενστάσεως κατά την έννοια του άρθρου 90 του ΚΥΚ, πρέπει να σημειωθεί εξαρχής ότι η εν λόγω ένσταση υποβλήθηκε, κατά τις δηλώσεις του ίδιου του προσφεύγοντος, «πριν από τις 6 Νοεμβρίου 1992», ενώ, πάντοτε κατά τον προσφεύγοντα, «το χρονικό διάστημα από 6ης Ιουνίου μέχρι 6ης Νοεμβρίου δεν αρκεί για την παρέλευση της επίδικης προθεσμίας». Όμως, η προβλεπόμενη από το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ τρίμηνη προθεσμία για την υποβολή ενστάσεως έληξε στις 7 Σεπτεμβρίου 1992, δεδομένου ότι η 6η Σεπτεμβρίου ήταν Κυριακή. Δεν είναι δυνατή η βάσει διατάξεως του ελληνικού δικαίου παράταση της προθεσμίας αυτής, η οποία προβλέπεται από κοινοτικό κανόνα, δεδομένου ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να τροποποιείται από κανόνες του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών. Επομένως, εφόσον ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε ότι υπέβαλε την «ενδικοφανή προσφυγή του» πριν από τις 7 Σεπτεμβρίου 1992 στις αρμόδιες υπηρεσίες του Κοινοβουλίου, ουδόλως απέδειξε ότι τήρησε την τρίμηνη προθεσμία που προβλέπεται από τον ΚΥΚ. Συνεπώς, δεν απαιτείται να εξακριβωθεί αν η «ενδικοφανής προσφυγή» περιήλθε πράγματι στο Κοινοβούλιο.
23Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη στο σύνολο της. Αυτό το συμπέρασμα δεν αντιβαίνει προς τη Διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 1993 (Τ-37/93 ΑΙ) με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντος περί παροχής του ευεργετήματος της πενίας. Πράγματι, μεταξύ αυτής της αιτήσεως και της προσφυγής δεν υφίσταται τέτοια σχέση ώστε από τη σχετική Διάταξη - ιδίως όταν αυτή είναι, όπως εν προκειμένω, αρνητική για τον προσφεύγοντα - να προδικάζεται το παραδεκτό της προσφυγής: η αίτηση αυτή δεν έχει το ίδιο αντικείμενο με την προσφυγή και μπορεί, κατά το άρθρο 94, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, να υποβληθεί ακόμα και πριν από την άσκηση της προσφυγής.
24Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Εντούτοις, κατά το άρθρο 88 του ίδιου Κανονισμού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους τα όργανα φέρουν τα έξοδα τους. Δεδομένου ότι με την παρούσα προσφυγή ο προσφεύγων ζητεί να προσληφθεί ως υπάλληλος των Κοινοτήτων, πρέπει να τύχει εφαρμογής ο κανόνας αυτός.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)
διατάσσει:
1.Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.
2.Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.
Λουξεμβούργο, 16 Μαΐου 1994
Ο Γραμματέας
Η. Jung
Ο Πρόεδρος
G Ρ. Briët
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.
Related cases
Select a keyword to display the most cited other cases
